Η ΑΜΠΑΡΙΖΑ
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες κι η κάθε μία διαλέγει την «αμπάριζά» της, δηλαδή το σημείο (δένδρο, κολώνα) που θα υπερασπίζει. Οι δύο αμπάριζες πρέπει να απέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα παιδί από την ομάδα που παίζει πρώτη, ακουμπάει την αμπάριζα και φωνάζει:
Νικάει η ομάδα που κυριεύει την αμπάριζα των άλλων.
ΛΥΚΕ ΛΥΚΕ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;
Το κουτσό παίζεται από 2 ή περισσότερα παιδιά ή από 2 ομάδες παιδιών, όταν τα παιδιά είναι από 4 και πάνω. Κάθε παιδί διαλέγει την πέτρα του, που πρέπει να είναι πλακέ και ελαφριά. Χαράζουν στο χώμα ή ζωγραφίζουν στο πεζοδρόμιο ή στην αυλή με κιμωλία το σχήμα του κουτσού και αριθμούν τα τετράγωνα.
Πηγή
(κυρίως από users.sch.gr/vaxtsavanis/to_koutso.html)
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες κι η κάθε μία διαλέγει την «αμπάριζά» της, δηλαδή το σημείο (δένδρο, κολώνα) που θα υπερασπίζει. Οι δύο αμπάριζες πρέπει να απέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα παιδί από την ομάδα που παίζει πρώτη, ακουμπάει την αμπάριζα και φωνάζει:
Παίρνω
αμπάριζα και βγαίνω
Και τρέχει
κατά την αντίπαλη αμπάριζα με σκοπό να
την ακουμπήσει (οπότε την κυριεύει).
Αλλά, αμέσως, απαγγέλλοντας τα ίδια
λόγια, ξεκινάει και από την αμυνόμενη
ομάδα ένας παίκτης, με σκοπό, ή να προλάβει
να κυριέψει αυτός πρώτος την αμπάριζα
των άλλων, ή να ακουμπήσει τον πρώτο
παίκτη (οπότε τον αιχμαλωτίζει). Τότε
διαδοχικά, συμπαίχτες των πρώτων
ξεκινούν, με τα ίδια λόγια, για να τους
ενισχύσουν αλλά και για να νικήσουν
τους φύλακες και να ελευθερώσουν τους
δικούς τους (με άγγιγμα).Νικάει η ομάδα που κυριεύει την αμπάριζα των άλλων.
ΛΥΚΕ ΛΥΚΕ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;
Ένα από τα
μεγαλύτερα παιδιά κάνει τον λύκο, που
πάει και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο ή
ένα δέντρο. Τα άλλα παιδιά, με επικεφαλής
ένα απ’ τα μεγαλύτερα, που θα είναι η
«μάνα», πιάνονται στη σειρά, το ένα πίσω
απ’ το άλλα και πλησιάζουν το κρησφύγετο
του λύκου, απαγγέλλοντας ρυθμικά: το
ίδιο τραγουδάκι. Ο λύκος εξακολουθεί
να ντύνεται και τους απαντάει πάντα:
«Βάζω το παντελόνι μου» ή «φοράω τα
παπούτσια μου» ή δίνει άλλες αστείες
απαντήσεις, όπως: «Ξυρίζω τα μουστάκια
μου», ανάλογα με την ηλικία του και με
την ετοιμότητά του. Στο τέλος λέει: «Βάζω
το καπέλο μου» ή «παίρνω το μπαστούνι
μου και σας κυνηγώ» και τότε τα παιδιά
σκορπίζονται φωνάζοντας:
«Πήγε ο λύκος στο βουνό,
μες στο δάσος το πυκνό.
Τριγυρνώ και τραγουδώ:
Λύκε, λύκε είσαι δω;»
Ο λύκος απαντάει: -Εδώ είμαι!
Τα παιδιά ρωτούν: -Και τι κάνεις;
Ο λύκος: -Βάζω το πουκάμισό μου! Ή
Τώρα σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι μου!
Τα παιδιά απομακρύνονται, κάνουν ένα νέο γύρο, πάντα πιασμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο και σταματούν πάλι έξω απ’ το κρησφύγετο του λύκου, λέγοντας
«Λύκε, λύκε φτάσε με,
σαν μπορείς και πιάσε με!»
Ο Λύκος τρέχει από πίσω τους και τα κυνηγάει. Όποιο παιδί φτάσει, βγαίνει από το παιχνίδι. Αυτό γίνεται ώσπου να τα πιάσει όλα ή ώσπου να κουραστούν τα παιδιά.
«Πήγε ο λύκος στο βουνό,
μες στο δάσος το πυκνό.
Τριγυρνώ και τραγουδώ:
Λύκε, λύκε είσαι δω;»
Ο λύκος απαντάει: -Εδώ είμαι!
Τα παιδιά ρωτούν: -Και τι κάνεις;
Ο λύκος: -Βάζω το πουκάμισό μου! Ή
Τώρα σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι μου!
Τα παιδιά απομακρύνονται, κάνουν ένα νέο γύρο, πάντα πιασμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο και σταματούν πάλι έξω απ’ το κρησφύγετο του λύκου, λέγοντας
«Λύκε, λύκε φτάσε με,
σαν μπορείς και πιάσε με!»
Ο Λύκος τρέχει από πίσω τους και τα κυνηγάει. Όποιο παιδί φτάσει, βγαίνει από το παιχνίδι. Αυτό γίνεται ώσπου να τα πιάσει όλα ή ώσπου να κουραστούν τα παιδιά.
ΤΟ
ΜΑΝΤΗΛΑΚΙ
Λέγεται
& «ΑΛΑΤΙ ΧΟΝΤΡΟ». Τα παιδάκια σχηματίζουν
κύκλο και κάθονται στα γόνατα με το
πρόσωπο γυρισμένο προς το εσωτερικό
του κύκλου. Ένα παιδί, που βγαίνει με
λάχνισμα,
κρατάει ένα μαντιλάκι στο χέρι του και
κάνει απ’ έξω το γύρο του κύκλου,
τραγουδώντας:
«Αλάτι χοντρό, αλάτι ψηλό,
έχασα τη μάνα μου
και πάω να τη βρω!
Παπούτσια δε μου πήρε
να πάω στο χορό,
κι αν δε μου τα πάρει,
ο κούκος να την πάρει!»
Καθώς κάνει το γύρο, τραγουδώντας, ρίχνει το μαντιλάκι πίσω από ένα παιδί. Μόλις πάψει το τραγούδι, τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να γυρίσουν πίσω και να δουν, σε ποιο έχει ρίξει το μαντίλι. Εκείνο που το βλέπει ριγμένο πίσω απ’ την πλάτη του, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να κυνηγήσει εκείνη που του το ‘ριξε, ενώ αυτή τρέχει να πιάσει τη θέση του. Αν το πετύχει, τότε τα φυλάει η δεύτερη.
«Αλάτι χοντρό, αλάτι ψηλό,
έχασα τη μάνα μου
και πάω να τη βρω!
Παπούτσια δε μου πήρε
να πάω στο χορό,
κι αν δε μου τα πάρει,
ο κούκος να την πάρει!»
Καθώς κάνει το γύρο, τραγουδώντας, ρίχνει το μαντιλάκι πίσω από ένα παιδί. Μόλις πάψει το τραγούδι, τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να γυρίσουν πίσω και να δουν, σε ποιο έχει ρίξει το μαντίλι. Εκείνο που το βλέπει ριγμένο πίσω απ’ την πλάτη του, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να κυνηγήσει εκείνη που του το ‘ριξε, ενώ αυτή τρέχει να πιάσει τη θέση του. Αν το πετύχει, τότε τα φυλάει η δεύτερη.
ΤΑ
ΜΗΛΑΡΟΝΙΑ
Παίζεται
από 8-12 παιδιά, που χωρίζονται στα 2
τέρματα και στα υπόλοιπα. Χαράζονται 2
γραμμές, σε απόσταση 10 περίπου βημάτων
η μια απ’ την άλλη. Οι 2 αυτές γραμμές
λέγονται τέρματα και πίσω απ’ αυτές
στέκονται οι 2 παίκτες. Αριστερά απ’
τις γραμμές αυτές, χαράσσεται μία άλλη,
που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται
όλοι όσοι κτυπηθούν κατά τη διάρκεια
του παιχνιδιού. Ανάμεσα στις 2 γραμμές
στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά, που πρέπει
όλη την ώρα να τρέχουν απ’ τη μια άκρη
στην άλλη, για να μη χτυπηθούν. Με κλήρο
ορίζουν ποιος απ’ τα 2 τέρματα θα ρίξει
πρώτος τη μπάλα, για να κτυπήσει ένα από
τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο.
Αν
κτυπήσει κάποιο, τότε εκείνο βγαίνει
και στέκεται πίσω από την αριστερή
γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει το τόπι
ο άλλος και συμβαίνει το ίδιο. Οι μεσιανοί
δεν έχουν τόπι και ο μόνος τρόπος να
αμυνθούν είναι να τρέχουν πάνω-κάτω.
Στο τέλος θα μείνει μονάχα ένα παιδί
αχτύπητο και τότε παίζονται τα μηλαρόνια,
δηλ. θα χτυπηθούν 12 μπαλιές, από 6 κάθε
τέρμα.
Πρώτα
ρίχνει ο ένας, λέγοντας: «Ένα μηλαρόνι!
», μετά ο άλλος, φωνάζοντας: «Δύο μηλαρόνια!
» κι έτσι συνέχεια, ώσπου να ρίξουν και
τα 12 μηλαρόνια. Εντωμεταξύ το παιδί που
είναι στη μέση, τρέχει και κάνει κάθε
είδους τσαλίμια, ώστε να γλιτώσει με
κάθε τρόπο. Αν χτυπηθεί τότε χάνει, και
το παιχνίδι ξαναρχίζει, αλλά με καινούργια
τέρματα, αν όμως καταφέρει να μη κτυπηθεί,
τότε έχει το δικαίωμα να καλέσει πάλι
μέσα όλους τους παίκτες και το παιχνίδι
ξαναρχίζει με τα ίδια τέρματα.
ΤΟ
ΚΟΥΤΣΟ
Το κουτσό παίζεται από 2 ή περισσότερα παιδιά ή από 2 ομάδες παιδιών, όταν τα παιδιά είναι από 4 και πάνω. Κάθε παιδί διαλέγει την πέτρα του, που πρέπει να είναι πλακέ και ελαφριά. Χαράζουν στο χώμα ή ζωγραφίζουν στο πεζοδρόμιο ή στην αυλή με κιμωλία το σχήμα του κουτσού και αριθμούν τα τετράγωνα.
Η
επάνω διάμετρος πρέπει να έχει τόσο
πλάτος, ώστε να μπορεί να σταθεί ένα
παιδί με τεντωμένα τα δυο του πόδια,
δηλ. περίπου 80 πόντους. Ανάλογα πρέπει
να είναι τα υπόλοιπα τετράγωνα. Ορίζουν
ένα σημάδι και κάθε παιδί ρίχνει την
πέτρα του στο σημάδι. Όποιου η πέτρα
πάει μακρύτερα, εκείνο θα παίξει πρώτο.
Ύστερα αρχίζει το παιχνίδι κι όποιο
παιδί παίξει πρώτο, πετάει την πέτρα
του στο πρώτο τετράγωνο, από μια απόσταση
ως 3 βήματα περίπου. Αν τυχόν η πέτρα
πέσει είτε έξω από το τετράγωνο είτε
πάνω στη γραμμή, τότε το παιδί χάνει τη
σειρά του και πρέπει να περιμένει να
παίξουν όλοι οι άλλοι για να ξαναρίξει.
Αν πέσει μέσα στο τετράγωνο, τότε πηδάει
κι αυτό μέσα, πατώντας μόνο στο δεξί
πόδι και μ' αυτό σπρώχνει την πέτρα στο
επόμενο τετράγωνο.
Όταν
φτάσει στο τρίτο, τότε κάνει το λεγόμενο
γεφυράκι, δηλ. σπρώχνει την πέτρα πάνω
στη γραμμή, που είναι ανάμεσα στα 2
τετράγωνα του (4) και πατάει με τα 2 πόδια.
Κατόπιν στηρίζεται πάλι στο δεξί πόδι
και σπρώχνει την πέτρα στο πέμπτο
τετράγωνο κι από κει στο κεντρικό
τετράγωνο του (6), οπότε κάνει πάλι το
γεφυράκι, έχοντας την πέτρα στο μεσιανό
τετράγωνο και πατώντας με τα 2 πόδια του
στα δυο ακριανά.
Αμέσως
μετά κάνει μεταβολή πηδώντας και τότε
έχει το δικαίωμα είτε να κάνει πάλι το
γεφυράκι και να σπρώξει την πέτρα με το
κουτσό στο πέμπτο τετράγωνο είτε να
σκύψει και να την πιάσει με το χέρι και
να την πετάξει στο πέμπτο τετράγωνο.
Συνεχίζει ύστερα το κουτσό και γυρίζει
πίσω βγάζοντας την πέτρα έξω. Έρχεται
κατόπιν η σειρά από τα άλλα παιδιά να
κάνουν τον πρώτο γύρο. Ο δεύτερος
γύρος λέγεται Τουβλάκι, γιατί όλη
η διαδρομή γίνεται τοποθετώντας ένα
σπασμένο τουβλάκι στη ράχη του ποδιού
και πηδώντας ελαφρά από ένα τετράγωνο
στο άλλο, έτσι ώστε να μην πέσει το
τουβλάκι κάτω.
Ο
τρίτος γύρος λέγεται Πλάτη. Σ'
αυτόν ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα του
επάνω στην πλάτη του και πηδάει από το
ένα τετράγωνο στο άλλο κουτσός πάντα
και σκύβοντας για να μην πέσει η πέτρα
του χάμω. Ο τέταρτος γύρος είναι
το Χεράκι. Σ' αυτόν η πέτρα τοποθετείται
πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού και
ο παίκτης πρέπει να κάνει όλη τη διαδρομή
πηδηχτά, προσέχοντας να μην του πέσει
η πέτρα. Στην επιστροφή, καθώς θα κάνει
τη μεταβολή πηδηχτά στο έκτο τετράγωνο,
πετάει και την πέτρα ψηλά, γυρίζοντας
το χέρι του και κατά την επιστροφή την
κρατάει πια στην τεντωμένη παλάμη του.
Ο πέμπτος και τελευταίος γύρος είναι
το Τυφλό.
Ο
παίκτης τοποθετεί την πέτρα πάνω στο
κούτελό του και γέρνει το κεφάλι του
κατά πίσω, προσέχοντας να μην πέσει η
πέτρα. Έτσι κάνει όλη τη διαδρομή,
χωρίς να βλέπει που πατάει και προσέχοντας
να μην πατήσει στη γραμμή ή να μη βγει
έξω από τα τετράγωνα, αλλιώς καίγεται
και ξαναρχίζει. Όταν τα παιδιά παίζουν
ομαδικά, νικάει εκείνη η ομάδα που οι
παίκτες της έχουν καεί τις λιγότερες
φορές.
Πηγή
(κυρίως από users.sch.gr/vaxtsavanis/to_koutso.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου