Η λευτεριά
της Μαίρης Τρανάκα
Η λευτεριά είναι ζωή.
Και είναι η ψυχή του λεύτερου αδέσμευτη
και είναι το πνεύμα του καθάριο και λυτό.
Και είναι σε θέση να
συγκρατεί τον εαυτό του
και όχι να σκύβει δουλικά
στους μισητούς δεσπότες το κεφάλι.
Τη λευτεριά ο άνθρωπος
τη φέρνει μέσα του .
Δε μπαίνει το πνεύμα στη φυλακή.
Δε σαπίζουν οι ιδέες στα σίδερα.
Δεν πιάνεται ο αετός στην αιχμαλωσία,
είναι πάντα λεύτερος,
έτσι γεννιέται κι έτσι πεθαίνει.
*****************
Ο θρήνος της Αθηνάς
του 'Αγγελου Δόξα
Η κουκουβάγια που έσκιζε την ηρεμία
της νύχτας.
Με το βαθύ της σκούξιμο απόψε, όχι δεν
ήταν.
Καθώς τις άλλες τις βραδυές που την
αφουγκραζόμουν. Γιατ' είχε ανθρώπινη
φωνή που έλεε γιομάτη πόνο :
"Στη χώρα αυτήν που γένηκε φυλών
καταποτήρας.
Και ξέρασε απ' τα σπλάχνα της μια
πανσπερμία ανθρώπων.
Που σαν σκουλήκια της βροχής
σαλεύουν κι αργοζούνε.
Μέσα στη λάσπη, ανέμελα, χωρίς σκοπό
και πίστη.
Χωρίς συνείδηση, χωρίς ιδανικά και
μόχτο.
Χωρίς ψυχή,χωρίςκαρδιά,με ψέμα και με δόλο,
και με μια ελπίδα ανώφελη, θρεμμένη από
το βούρκο.
Στη χώρα αυτήν που κάποτες του
Κόσμου ήταν Κορώνα.
Κι εγώ ήμουν η θεογέννητη αφέντρα της
κι ασπίδα.
Στη χώρα τη λαμπρόθωρη που δεν της
απομείναν,
άλλο από ερείπια αρχαίων καιρών και
σύγκαιρες ασκήμιες,
ήρθα βρυκόλακας στερνός,στερνά να
τη θρηνήσω,
για κείνο που ήταν κάποτες, για τούτο
που είναι τώρα ... "
Κι ευθύς που απόσωσεν αυτά τα λόγια η
κουκουβάγια,
αγροίκησα από μέσα της πως η Αθηνά
θρηνούσε.
'Οχι μονάχα για παλιές μα και για
φρέσκες δόξες,
που χάραξαν το δρόμο μας κάτω απ' το
θείο της δόρυ.
*****************
Ύμνος στα παιδιά του πολυτεχνείου
άγνωστου ποιητή
Σε σας αδέρφια μου εμείς
χρωστάμε τη ζωή μας,
το αίμα μας, το σώμα μας
την ύστερη πνοή.
Ζητήσατε κάτι κακό;
Δόξες ή μεγαλεία;
'Οχι ! Ζητήσατε απλά
λίγη ελευθερία.
Η λευτεριά στους 'Ελληνες
είν' όλη η ζωή τους
κι όταν τη χάσουν
δίνουνε το αίμα, την πνοή τους
*****************
Φοβάμαι
Μανώλης Αναγνωστάκης
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο
*****************
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Λένα Παππά
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο
της Μαίρης Τρανάκα
Η λευτεριά είναι ζωή.
Και είναι η ψυχή του λεύτερου αδέσμευτη
και είναι το πνεύμα του καθάριο και λυτό.
Και είναι σε θέση να
συγκρατεί τον εαυτό του
και όχι να σκύβει δουλικά
στους μισητούς δεσπότες το κεφάλι.
Τη λευτεριά ο άνθρωπος
τη φέρνει μέσα του .
Δε μπαίνει το πνεύμα στη φυλακή.
Δε σαπίζουν οι ιδέες στα σίδερα.
Δεν πιάνεται ο αετός στην αιχμαλωσία,
είναι πάντα λεύτερος,
έτσι γεννιέται κι έτσι πεθαίνει.
*****************
Ο θρήνος της Αθηνάς
του 'Αγγελου Δόξα
Η κουκουβάγια που έσκιζε την ηρεμία
της νύχτας.
Με το βαθύ της σκούξιμο απόψε, όχι δεν
ήταν.
Καθώς τις άλλες τις βραδυές που την
αφουγκραζόμουν. Γιατ' είχε ανθρώπινη
φωνή που έλεε γιομάτη πόνο :
"Στη χώρα αυτήν που γένηκε φυλών
καταποτήρας.
Και ξέρασε απ' τα σπλάχνα της μια
πανσπερμία ανθρώπων.
Που σαν σκουλήκια της βροχής
σαλεύουν κι αργοζούνε.
Μέσα στη λάσπη, ανέμελα, χωρίς σκοπό
και πίστη.
Χωρίς συνείδηση, χωρίς ιδανικά και
μόχτο.
Χωρίς ψυχή,χωρίςκαρδιά,με ψέμα και με δόλο,
και με μια ελπίδα ανώφελη, θρεμμένη από
το βούρκο.
Στη χώρα αυτήν που κάποτες του
Κόσμου ήταν Κορώνα.
Κι εγώ ήμουν η θεογέννητη αφέντρα της
κι ασπίδα.
Στη χώρα τη λαμπρόθωρη που δεν της
απομείναν,
άλλο από ερείπια αρχαίων καιρών και
σύγκαιρες ασκήμιες,
ήρθα βρυκόλακας στερνός,στερνά να
τη θρηνήσω,
για κείνο που ήταν κάποτες, για τούτο
που είναι τώρα ... "
Κι ευθύς που απόσωσεν αυτά τα λόγια η
κουκουβάγια,
αγροίκησα από μέσα της πως η Αθηνά
θρηνούσε.
'Οχι μονάχα για παλιές μα και για
φρέσκες δόξες,
που χάραξαν το δρόμο μας κάτω απ' το
θείο της δόρυ.
*****************
Ύμνος στα παιδιά του πολυτεχνείου
άγνωστου ποιητή
Σε σας αδέρφια μου εμείς
χρωστάμε τη ζωή μας,
το αίμα μας, το σώμα μας
την ύστερη πνοή.
Ζητήσατε κάτι κακό;
Δόξες ή μεγαλεία;
'Οχι ! Ζητήσατε απλά
λίγη ελευθερία.
Η λευτεριά στους 'Ελληνες
είν' όλη η ζωή τους
κι όταν τη χάσουν
δίνουνε το αίμα, την πνοή τους
*****************
Φοβάμαι
Μανώλης Αναγνωστάκης
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο
*****************
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Λένα Παππά
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου