Χατζηκυριάκος Γιώργος
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι περίμεναν με
ανυπομονησία να υποδεχτούν το νέο χρόνο και όλα όσα επιθυμούσαν να τους
φέρει. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν γιατί η
γιορτινή εκείνη μέρα, καθώς και η επόμενή της, δεν ήταν τίποτα παραπάνω
από απλές, συνηθισμένες μέρες όπου τίποτα δεν άλλαζε.
Ένας από αυτούς ήταν και ο ήρωας της ιστορίας μας. Ένα αγόρι που μεγάλωνε και ωρίμαζε, βλέποντας τις χαρές της παιδικής του ηλικίας να σβήνουν χρόνο με το χρόνο, Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά. Κάποτε το αγόρι πίστευε στα θαύματα, ειδικά σε όσα λένε ότι συμβαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων. Τώρα πια, και ενώ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, δεν είχε να πιστεύει σε τίποτα.
Όμως η ιστορία μας δεν μιλά μόνο για αυτό το αγόρι, αλλά και για την αδελφή του. Το μικρό κορίτσι, όπως όλα τα παιδιά της αθώας ηλικίας, έβλεπε τα Χριστούγεννα μαγικά. Κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να ξαναγυρίσουν για να σκορπίσουν λίγη ομορφιά στη θλιμμένη, γκρίζα πόλη που είχε το όνομα Τσιμεντούπολη.
Τα δυο παιδιά, εκείνο το βράδυ της παραμονής, επρόκειτο να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία, παράξενη και θαυμαστή. Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία κρύβεται σε μυστικά τραγούδια και άγνωστα μονοπάτια, τα δυο παιδιά θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι μακριά από το σπίτι τους. Ένα ταξίδι πέρα από την προσμονή, πέρα από το όνειρο, πέρα απ’ τη φαντασία.
Θα μπορούσα να σας πω πολλά για το πώς ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι, ίσως όμως έτσι να χαλούσα το μυστήριο και θα ήταν κρίμα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι ότι τα δυο παιδιά, το πρωί της παραμονής τριγυρνούσαν στους δρόμους της Τσιμεντούπολης. Όμως το βράδυ, πριν ο χρόνος κινήσει για τον παντοτινό δρόμο του, τα παιδιά είχαν φύγει…
Κι αν αναρωτηθείτε πού πήγαν, το μόνο που ξέρω να πω με σιγουριά είναι ότι πήγαν κάπου…
Ένας από αυτούς ήταν και ο ήρωας της ιστορίας μας. Ένα αγόρι που μεγάλωνε και ωρίμαζε, βλέποντας τις χαρές της παιδικής του ηλικίας να σβήνουν χρόνο με το χρόνο, Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά. Κάποτε το αγόρι πίστευε στα θαύματα, ειδικά σε όσα λένε ότι συμβαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων. Τώρα πια, και ενώ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, δεν είχε να πιστεύει σε τίποτα.
Όμως η ιστορία μας δεν μιλά μόνο για αυτό το αγόρι, αλλά και για την αδελφή του. Το μικρό κορίτσι, όπως όλα τα παιδιά της αθώας ηλικίας, έβλεπε τα Χριστούγεννα μαγικά. Κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να ξαναγυρίσουν για να σκορπίσουν λίγη ομορφιά στη θλιμμένη, γκρίζα πόλη που είχε το όνομα Τσιμεντούπολη.
Τα δυο παιδιά, εκείνο το βράδυ της παραμονής, επρόκειτο να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία, παράξενη και θαυμαστή. Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία κρύβεται σε μυστικά τραγούδια και άγνωστα μονοπάτια, τα δυο παιδιά θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι μακριά από το σπίτι τους. Ένα ταξίδι πέρα από την προσμονή, πέρα από το όνειρο, πέρα απ’ τη φαντασία.
Θα μπορούσα να σας πω πολλά για το πώς ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι, ίσως όμως έτσι να χαλούσα το μυστήριο και θα ήταν κρίμα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι ότι τα δυο παιδιά, το πρωί της παραμονής τριγυρνούσαν στους δρόμους της Τσιμεντούπολης. Όμως το βράδυ, πριν ο χρόνος κινήσει για τον παντοτινό δρόμο του, τα παιδιά είχαν φύγει…
Κι αν αναρωτηθείτε πού πήγαν, το μόνο που ξέρω να πω με σιγουριά είναι ότι πήγαν κάπου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου